- ἐναντιοδύναμος
- ἐναντῐο-δύνᾰμος [pron. full] [ῠ], ον,A of opposite function (as odd and even), Nicom.Ar.1.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναντιοδύναμος — ἐναντιοδύναμος, ον (AM) μσν. αυτός που αντιτάσσεται προς κάποιον αρχ. αυτός που έχει αντίθετη δύναμη ή σημασία, είναι αντίθετης δύναμης ή ενέργειας … Dictionary of Greek
ἐναντιοδύναμον — ἐναντιοδύναμος of opposite function masc/fem acc sg ἐναντιοδύναμος of opposite function neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιοδύναμα — ἐναντιοδύναμος of opposite function neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)